κεκλασμένος

κεκλασμένος
κεκλασμένος, -η, -ον (Α)
βλ. κλω.
επίρρ...
κεκλασμένως (Α)
εκτεθηλυμμένα, θηλυπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκλασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κλῶ «σπάω, εξασθενώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεκλασμένος — κλάω cry perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”